ζιγκολέτ

ζιγκολέτ
και ζιγκολέτα, η
κορίτσι τού δρόμου, νέα γυναίκα ελευθέριων ηθών, που συναναστρέφεται με κακοποιά στοιχεία, απάχισσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gigolette, θηλ. τού gigolo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ντεκουρσέλ, Πιερ — (Pierre De Curcelle, 1856 – 1926). Γάλλος λογοτέχνης και συγγραφέας θεατρικών έργων. Η γραφή και η θεματολογία του ήταν λαϊκές. Ασχολήθηκε επίσης με κινηματογραφικά σενάρια. Μερικά από τα πιο γνωστά θεατρικά έργα του είναι Η Ζιγκολέτ, Τα μυστήρια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”